- μισότριβος
- η , ο 1. полустёртый; изношенный; потёртый;2. (о, η ) человек средних лет;
§ η μισότριβη — потаскуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η μισότριβη — потаскуха
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μισότριβος — η, ο 1. τριμμένος κατά το ήμισυ, εν μέρει, σχεδόν φθαρμένος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μισότριβος, η μισότριβη α) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας, μεσόκοπος β) άνδρας ή γυναίκα μέσης ηλικίας που ρέπει σε έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο) * +… … Dictionary of Greek
μισότριβος — η, ο 1. που δεν έχει τριφτεί τελείως, μισοφθαρμένος: Μισότριβο ύφασμα. 2. ως ουσ., μισότριβος, ο θηλ. η άνθρωπος μέσης ηλικίας: Είναι μισότριβη και πάσχει από ρευματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημιτριβακός — ἡμιτριβακός, ή, όν (Μ) μισότριβος, μισοτριμμένος, μισολειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τριβακός (< τρίβω) «φθαρμένος, τριμμένος»] … Dictionary of Greek
μεσότριβος — η, ο βλ. μισότριβος … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek